σουβαδιούβας

σουβαδιούβας
και σουβαδιουβᾱ, ὁ, Μ
αντικαταστάτης, αναπληρωτής άρχοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subadjuva «υπηρέτης» (< sub «υπό» + adjuvo «βοηθώ, επικουρώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”